- χρυσότοξος
- -ον, Α(για τον Απόλλωνα) αυτός που κρατάει χρυσό τόξο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό-τοξος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσότοξος — χρῡσότοξος , χρυσότοξος with bow of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσότοξον — χρῡσότοξον , χρυσότοξος with bow of gold masc/fem acc sg χρῡσότοξον , χρυσότοξος with bow of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννυχεύω — ἐννυχεύω (Α) [έννυχος] 1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου 2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.) 3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
χρυσοτόξου — χρῡσοτόξου , χρυσότοξος with bow of gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)